Translation meaning & definition of the word "gay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gay
[Γκέι]/ge/
noun
1. Someone who practices homosexuality
- Having a sexual attraction to persons of the same sex
- synonym:
- homosexual ,
- homophile ,
- homo ,
- gay
1. Αυτός που ασκεί την ομοφυλοφιλία
- Σεξουαλική έλξη σε άτομα του ίδιου φύλου
- συνώνυμο:
- ομοφυλόφιλος ,
- ομοφυλόφιλοσ ,
- όμο ,
- γκέι
adjective
1. Bright and pleasant
- Promoting a feeling of cheer
- "A cheery hello"
- "A gay sunny room"
- "A sunny smile"
- synonym:
- cheery ,
- gay ,
- sunny
1. Φωτεινό και ευχάριστο
- Προωθώντας ένα αίσθημα ευθυμίας
- "Ένα χαρούμενο γεια"
- "Ένα γκέι ηλιόλουστο δωμάτιο"
- "Ένα ηλιόλουστο χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- χαρούμενοσ ,
- γκέι ,
- ηλιόλουστος
2. Full of or showing high-spirited merriment
- "When hearts were young and gay"
- "A poet could not but be gay, in such a jocund company"- wordsworth
- "The jolly crowd at the reunion"
- "Jolly old saint nick"
- "A jovial old gentleman"
- "Have a merry christmas"
- "Peals of merry laughter"
- "A mirthful laugh"
- synonym:
- gay ,
- jocund ,
- jolly ,
- jovial ,
- merry ,
- mirthful
2. Γεμάτο ή παρουσιάζοντας υψηλό πνεύμα χαράς
- "Όταν οι καρδιές ήταν νέες και γκέι"
- "Ένας ποιητής δεν θα μπορούσε παρά να είναι ομοφυλόφιλος, σε μια τέτοια εταιρεία επικαιρότητας"-λέξσγουορθ
- "Το χαρούμενο πλήθος στην επανένωση"
- "Γεια σου σαιντ νικ"
- "Ένας ηλικιωμένος κύριος"
- "Έχετε καλά χριστούγεννα"
- "Τύρφη του χαρούμενου γέλιου"
- "Ένα αποτρόπαιο γέλιο"
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- τζόκουντ ,
- τζόλι ,
- τζοβιάλ ,
- χαρούμενος ,
- καθρέφτησ
3. Given to social pleasures often including dissipation
- "Led a gay bohemian life"
- "A gay old rogue with an eye for the ladies"
- synonym:
- gay
3. Δίνεται στις κοινωνικές απολαύσεις συχνά συμπεριλαμβανομένης της διασποράς
- "Ηγήθηκε μιας γκέι ζωής της βοημίας"
- "Ένα γκέι παλιό πορνείο με ένα μάτι για τις κυρίες"
- συνώνυμο:
- γκέι
4. Brightly colored and showy
- "Girls decked out in brave new dresses"
- "Brave banners flying"
- "`braw' is a scottish word"
- "A dress a bit too gay for her years"
- "Birds with gay plumage"
- synonym:
- brave ,
- braw ,
- gay
4. Λαμπερά χρωματισμένο και επιδεικτικό
- "Οι κοπέλες είναι γεμάτες με γενναία νέα φορέματα"
- "Γενναία πανό που πετούν"
- "Το φράουλ είναι μια σκωτσέζικη λέξη"
- "Ένα φόρεμα λίγο πολύ γκέι για τα χρόνια της"
- "Πουλιά με γκέι φτέρωμα"
- συνώνυμο:
- γενναίος ,
- φιλονικώ ,
- γκέι
5. Offering fun and gaiety
- "A festive (or festal) occasion"
- "Gay and exciting night life"
- "A merry evening"
- synonym:
- gay ,
- festal ,
- festive ,
- merry
5. Προσφέροντας διασκέδαση και ευθυμία
- "Μια εορταστική περίσταση (ορ φεστιβαλ)"
- "Παιχνίδι και συναρπαστική νυχτερινή ζωή"
- "Μια χαρούμενη βραδιά"
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- εορταστικόσ ,
- χαρούμενος
6. Homosexual or arousing homosexual desires
- synonym:
- gay ,
- queer ,
- homophile(a)
6. Ομοφυλοφιλικές ή προκλητικές ομοφυλοφιλικές επιθυμίες
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- περιπατητήσ ,
- ομοφιλοξυ(α
Examples of using
It's okay to be a gay.
Είναι εντάξει να είσαι γκέι.
There's only a small difference between "schwül" (humid) and "schwul" (gay).
Υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά μεταξύ του "σχουλίου" (-υδροξυ) και του "σουλού" (γκαϊ).
He is openly gay.
Είναι ανοιχτά γκέι.