Translation meaning & definition of the word "gauche" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γκάουτσε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gauche
[Γκωτσέ]/goʊʃ/
adjective
1. Lacking social polish
- "Too gauche to leave the room when the conversation became intimate"
- "Their excellent manners always made me feel gauche"
- synonym:
- gauche ,
- graceless ,
- unpolished
1. Λείπει η κοινωνική πολωνική
- "Πολύ γάζα για να φύγει από το δωμάτιο όταν η συζήτηση έγινε οικεία"
- "Οι εξαιρετικοί τρόποι τους πάντα με έκαναν να αισθάνομαι γάζα"
- συνώνυμο:
- γάζα ,
- χαριτωμένοσ ,
- απολίνωτοσ