Translation meaning & definition of the word "gator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gator
[Απορροφητήσ]/getər/
noun
1. Either of two amphibious reptiles related to crocodiles but with shorter broader snouts
- synonym:
- alligator ,
- gator
1. Ένα από τα δύο αμφίβια ερπετά που σχετίζονται με κροκόδειλους αλλά με μικρότερο ευρύτερο ρύγχος
- συνώνυμο:
- αλιγάτορασ ,
- πετάλι