Translation meaning & definition of the word "gasp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαγκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gasp
[Γκασ]/gæsp/
noun
1. A short labored intake of breath with the mouth open
- "She gave a gasp and fainted"
- synonym:
- gasp ,
- pant
1. Μια σύντομη εργαστηριακή πρόσληψη αναπνοής με το στόμα ανοιχτό
- "Έδωσε έναν ασβέστη και λιποθύμησε"
- συνώνυμο:
- αερίου ,
- παντελόνι
verb
1. Breathe noisily, as when one is exhausted
- "The runners reached the finish line, panting heavily"
- synonym:
- pant ,
- puff ,
- gasp ,
- heave
1. Αναπνεύστε θορυβωδώς, όπως όταν κάποιος είναι εξαντλημένος
- "Οι δρομείς έφτασαν στη γραμμή του τερματισμού, λαχταρώντας βαριά"
- συνώνυμο:
- παντελόνι ,
- φούσκα ,
- αερίου ,
- υψώ