Translation meaning & definition of the word "gash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλύση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gash
[Αποβάλλω]/gæʃ/
noun
1. A wound made by cutting
- "He put a bandage over the cut"
- synonym:
- cut ,
- gash ,
- slash ,
- slice
1. Μια πληγή που γίνεται με την κοπή
- "Έβαλε έναν επίδεσμο πάνω από την περικοπή"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- αποβάλλω ,
- πλατύφυλλο ,
- φέτα
2. A trench resembling a furrow that was made by erosion or excavation
- synonym:
- cut ,
- gash
2. Μια τάφρος που μοιάζει με ένα αυλάκι που έγινε από διάβρωση ή ανασκαφή
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- αποβάλλω
3. A strong sweeping cut made with a sharp instrument
- synonym:
- slash ,
- gash
3. Μια ισχυρή κοπή σάρωσης γίνεται με ένα αιχμηρό όργανο
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- αποβάλλω
verb
1. Cut open
- "She slashed her wrists"
- synonym:
- slash ,
- gash
1. Ανοίγω
- "Έπεσε τους καρπούς της"
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- αποβάλλω