Translation meaning & definition of the word "gaseous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αέριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gaseous
[Αεριώδησ]/gæsiəs/
adjective
1. Existing as or having characteristics of a gas
- "Steam is water is the gaseous state"
- synonym:
- gaseous
1. Υπάρχοντα ως ή έχοντας χαρακτηριστικά ενός αερίου
- "Ο ατμός είναι το νερό είναι η αέρια κατάσταση"
- συνώνυμο:
- αέριο