Translation meaning & definition of the word "gas" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αέριο" στην ελληνική γλώσσα
Gas
[Αέριο]noun
1. The state of matter distinguished from the solid and liquid states by: relatively low density and viscosity
- Relatively great expansion and contraction with changes in pressure and temperature
- The ability to diffuse readily
- And the spontaneous tendency to become distributed uniformly throughout any container
- synonym:
- gas ,
- gaseous state
1. Η κατάσταση της ύλης που διακρίνεται από τις στερεές και υγρές καταστάσεις από: σχετικά χαμηλή πυκνότητα και ιξώδες
- Σχετικά μεγάλη επέκταση και συστολή με τις αλλαγές στην πίεση και τη θερμοκρασία
- Η ικανότητα να διαχέεται εύκολα
- Και η αυθόρμητη τάση να κατανέμεται ομοιόμορφα σε οποιοδήποτε δοχείο
- συνώνυμο:
- αέριο ,
- αέρια κατάσταση
2. A fluid in the gaseous state having neither independent shape nor volume and being able to expand indefinitely
- synonym:
- gas
2. Ένα υγρό σε αέρια κατάσταση που δεν έχει ούτε ανεξάρτητο σχήμα ούτε όγκο και είναι σε θέση να επεκταθεί επ 'αόριστον
- συνώνυμο:
- αέριο
3. A volatile flammable mixture of hydrocarbons (hexane and heptane and octane etc.) derived from petroleum
- Used mainly as a fuel in internal-combustion engines
- synonym:
- gasoline ,
- gasolene ,
- gas ,
- petrol
3. Ένα πτητικό εύφλεκτο μίγμα υδρογονανθράκων (εξάνιο και επτάνιο και οκτάνιο κλπ.) που προέρχεται από πετρέλαιο
- Χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο σε κινητήρες εσωτερικής καύσης
- συνώνυμο:
- βενζίνη ,
- αεριολένιο ,
- αέριο
4. A state of excessive gas in the alimentary canal
- synonym:
- flatulence ,
- flatulency ,
- gas
4. Μια κατάσταση υπερβολικού αερίου στο διατροφικό κανάλι
- συνώνυμο:
- μετεωρισμός ,
- επίπεδο ,
- αέριο
5. A pedal that controls the throttle valve
- "He stepped on the gas"
- synonym:
- accelerator ,
- accelerator pedal ,
- gas pedal ,
- gas ,
- throttle ,
- gun
5. Ένα πεντάλ που ελέγχει τη βαλβίδα του γκαζιού
- "Πάτησε πάνω στο αέριο"
- συνώνυμο:
- επιταχυντήσ ,
- πεντάλ επιταχυντή ,
- πεντάλ αερίου ,
- αέριο ,
- βάλτο ,
- όπλο
6. A fossil fuel in the gaseous state
- Used for cooking and heating homes
- synonym:
- natural gas ,
- gas
6. Ορυκτά καύσιμα στην αέρια κατάσταση
- Χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα και τη θέρμανση των σπιτιών
- συνώνυμο:
- φυσικό αέριο ,
- αέριο
verb
1. Attack with gas
- Subject to gas fumes
- "The despot gassed the rebellious tribes"
- synonym:
- gas
1. Επίθεση με αέριο
- Υπόκεινται σε αναθυμιάσεις αερίου
- "Ο δεσπότης εξαπάτησε τις επαναστατημένες φυλές"
- συνώνυμο:
- αέριο
2. Show off
- synonym:
- boast ,
- tout ,
- swash ,
- shoot a line ,
- brag ,
- gas ,
- blow ,
- bluster ,
- vaunt ,
- gasconade
2. Επιδεικνύω
- συνώνυμο:
- καυχιέται ,
- περιπλανώμαι ,
- πλημμυρίζω ,
- πυροβολώ ,
- μπραγκ ,
- αέριο ,
- χτύπημα ,
- αστραπή ,
- αποτυγχάνω ,
- αεριοφυλάκιο