Translation meaning & definition of the word "garter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκαρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Garter
[Παραγωγός]/gɑrtər/
noun
1. A band (usually elastic) worn around the leg to hold up a stocking (or around the arm to hold up a sleeve)
- synonym:
- garter ,
- supporter
1. Μια ζώνη (συνήθως ελαστική) φοριέται γύρω από το πόδι για να κρατήσει ένα ( κάλτσα γύρω από το χέρι για να κρατήσει ένα μανίκι )
- συνώνυμο:
- παραγεμίζων ,
- υποστηρικτής
verb
1. Fasten with or as if with a garter
- synonym:
- garter
1. Στερεώστε με ή σαν με έναν καλτσοδέτη
- συνώνυμο:
- παραγεμίζων