Translation meaning & definition of the word "garrison" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκαρίς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Garrison
[Γκάρισον]/gærɪsən/
noun
1. A fortified military post where troops are stationed
- synonym:
- garrison ,
- fort
1. Μια οχυρωμένη στρατιωτική θέση όπου σταθμεύουν στρατεύματα
- συνώνυμο:
- φρουρά ,
- φρούριο
2. United states abolitionist who published an anti-slavery journal (1805-1879)
- synonym:
- Garrison ,
- William Lloyd Garrison
2. Αμερικανός καταργητής που δημοσίευσε ένα περιοδικό κατά της δουλείας (1805-1879)
- συνώνυμο:
- Γκάρισον ,
- Γουίλιαμ Λόιντ Γκάρισον
3. The troops who maintain and guard a fortified place
- synonym:
- garrison
3. Τα στρατεύματα που διατηρούν και φυλάσσουν ένα οχυρωμένο τόπο
- συνώνυμο:
- φρουρά
verb
1. Station (troops) in a fort or garrison
- synonym:
- garrison
1. Σταθμός (τρουπ) σε φρούριο ή φρουρά
- συνώνυμο:
- φρουρά