Translation meaning & definition of the word "garnet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαρδέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Garnet
[Γκαρνέτ]/gɑrnət/
noun
1. Any of a group of hard glassy minerals (silicates of various metals) used as gemstones and as an abrasive
- synonym:
- garnet
1. Οποιαδήποτε από μια ομάδα σκληρών υαλώδη ορυκτά (πυριτικά διαφόρων μετάλλων) χρησιμοποιείται ως πολύτιμοι λίθοι και ως λειαντικό
- συνώνυμο:
- γρανάτησ
Examples of using
Mommy, I want you to buy me a garnet!
Μαμά, θέλω να μου αγοράσεις ένα γρανάτη!