Translation meaning & definition of the word "garage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκαράζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Garage
[Γκαράζ]/gərɑʒ/
noun
1. An outbuilding (or part of a building) for housing automobiles
- synonym:
- garage
1. Ένα κτίριο ( ή μέρος ενός κτιρίου) για τη στέγαση αυτοκινήτων
- συνώνυμο:
- γκαράζ
2. A repair shop where cars and trucks are serviced and repaired
- synonym:
- garage ,
- service department
2. Ένα κατάστημα επισκευών όπου τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά εξυπηρετούνται και επισκευάζονται
- συνώνυμο:
- γκαράζ ,
- τμήμα υπηρεσιών
verb
1. Keep or store in a garage
- "We don't garage our car"
- synonym:
- garage
1. Φυλάξτε ή αποθηκεύστε σε ένα γκαράζ
- "Δεν παραχωρούμε το αυτοκίνητό μας"
- συνώνυμο:
- γκαράζ
Examples of using
Do you have a garage?
Έχετε γκαράζ?
Let's look in the garage.
Ας δούμε στο γκαράζ.
How many cars can this garage hold?
Πόσα αυτοκίνητα μπορεί να κρατήσει αυτό το γκαράζ?