Translation meaning & definition of the word "gape" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνάσμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gape
[Χαρτοπαίγνιο]/gep/
noun
1. An expression of openmouthed astonishment
- synonym:
- gape
1. Μια έκφραση ανοιχτής έκπληξης
- συνώνυμο:
- αποτυχία
2. A stare of amazement (usually with the mouth open)
- synonym:
- gape
2. Ένα βλέμμα έκπληξης (συνήθως με το στόμα ανοιχτό)
- συνώνυμο:
- αποτυχία
verb
1. Look with amazement
- Look stupidly
- synonym:
- goggle ,
- gape ,
- gawp ,
- gawk
1. Κοιτάξτε με έκπληξη
- Κοίτα ανόητα
- συνώνυμο:
- παραπαίω ,
- αποτυχία ,
- περιπλανώμαι ,
- γκαουκ
2. Be wide open
- "The deep gaping canyon"
- synonym:
- gape ,
- yawn ,
- yaw
2. Είμαι ανοιχτός
- "Το βαθύ φαράγγι που ανοίγει"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- χασμουρητό ,
- ναυαγε