Translation meaning & definition of the word "gang" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gang
[Συμμορία]/gæŋ/
noun
1. An association of criminals
- "Police tried to break up the gang"
- "A pack of thieves"
- synonym:
- gang ,
- pack ,
- ring ,
- mob
1. Μια ένωση εγκληματιών
- "Η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τη συμμορία"
- "Ένα πακέτο κλεφτών"
- συνώνυμο:
- συμμορία ,
- πακέτο ,
- δαχτυλίδι ,
- όχλοσ
2. An informal body of friends
- "He still hangs out with the same crowd"
- synonym:
- crowd ,
- crew ,
- gang ,
- bunch
2. Ένα ανεπίσημο σώμα φίλων
- "Εξακολουθεί να κρέμεται με το ίδιο πλήθος"
- συνώνυμο:
- πλήθος ,
- πλήρωμα ,
- συμμορία ,
- μπουκέτο
3. An organized group of workmen
- synonym:
- gang ,
- crew ,
- work party
3. Μια οργανωμένη ομάδα εργατών
- συνώνυμο:
- συμμορία ,
- πλήρωμα ,
- πάρτι εργασίας
4. Tool consisting of a combination of implements arranged to work together
- synonym:
- gang
4. Εργαλείο που αποτελείται από ένα συνδυασμό εργαλείων που είναι διατεταγμένα να συνεργαστούν
- συνώνυμο:
- συμμορία
verb
1. Act as an organized group
- synonym:
- gang ,
- gang up
1. Λειτουργεί ως οργανωμένη ομάδα
- συνώνυμο:
- συμμορία ,
- συναντώ
Examples of using
My greatgrandfather was a gang leader.
Ο προπάππος μου ήταν ηγέτης συμμορίας.
Tom was killed by his own gang members.
Ο Τομ σκοτώθηκε από τα μέλη της συμμορίας του.
The gang was planning a robbery.
Η συμμορία σχεδίαζε ληστεία.