Translation meaning & definition of the word "gamma" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάμμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gamma
[Γάμμα]/gæmə/
noun
1. The 3rd letter of the greek alphabet
- synonym:
- gamma
1. Το 3ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
- συνώνυμο:
- γάμμα
2. A unit of magnetic field strength equal to one-hundred-thousandth of an oersted
- synonym:
- gamma
2. Μια μονάδα δύναμης μαγνητικού πεδίου ίση με το εκατό χιλιοστό ενός στρεβλού
- συνώνυμο:
- γάμμα
3. Portuguese navigator who led an expedition around the cape of good hope in 1497
- He sighted and named natal on christmas day before crossing the indian ocean (1469-1524)
- synonym:
- da Gamma ,
- Vasco da Gamma ,
- Gamma
3. Πορτογάλος πλοηγός που ηγήθηκε μιας αποστολής γύρω από το ακρωτήριο της καλής ελπίδας το 1497
- Είδε και ονόμασε νατάλ την ημέρα των χριστουγέννων πριν διασχίσει τον ινδικό ωκεανό (1469-1524)
- συνώνυμο:
- ντα Γκάμμα ,
- Βάσκο ντα γάμμα ,
- Γάμμα