Translation meaning & definition of the word "gamekeeper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παίκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gamekeeper
[Παιγνιοπώλησ]/gemkipər/
noun
1. A person employed to take care of game and wildlife
- synonym:
- gamekeeper ,
- game warden
1. Ένα άτομο που εργάζεται για να αναλάβει τη φροντίδα του παιχνιδιού και της άγριας ζωής
- συνώνυμο:
- παίκτησ ,
- φύλακας παιχνιδιών