Translation meaning & definition of the word "gambler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυχερός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gambler
[Τυχερός]/gæmblər/
noun
1. A person who wagers money on the outcome of games or sporting events
- synonym:
- gambler
1. Ένα άτομο που στοιχηματίζει χρήματα για την έκβαση των παιχνιδιών ή αθλητικών εκδηλώσεων
- συνώνυμο:
- τζογαδόρος
2. Someone who risks loss or injury in the hope of gain or excitement
- synonym:
- gambler ,
- risk taker
2. Κάποιος που κινδυνεύει από απώλεια ή τραυματισμό με την ελπίδα του κέρδους ή του ενθουσιασμού
- συνώνυμο:
- τζογαδόρος ,
- λήπτης κινδύνου