Translation meaning & definition of the word "gallstone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλλόπετρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gallstone
[Γκαλλότσετ]/gɔlstoʊn/
noun
1. A calculus formed in the gall bladder or its ducts
- synonym:
- gallstone ,
- bilestone
1. Ένας λογισμός που σχηματίζεται στη χοληδόχο κύστη ή τους αγωγούς της
- συνώνυμο:
- χολόλιθοσ ,
- διασταύρωσησ