Translation meaning & definition of the word "gallop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλόπι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gallop
[Γκαλόπ]/gæləp/
noun
1. A fast gait of a horse
- A two-beat stride during which all four legs are off the ground simultaneously
- synonym:
- gallop
1. Ένα γρήγορο βάδισμα ενός αλόγου
- Ένα διπλό βήμα κατά τη διάρκεια του οποίου και τα τέσσερα πόδια είναι εκτός εδάφους ταυτόχρονα
- συνώνυμο:
- καλπάζω
verb
1. Ride at a galloping pace
- "He was galloping down the road"
- synonym:
- gallop
1. Βόλτα με καλπάζοντα ρυθμό
- "Καλπάζει στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- καλπάζω
2. Go at galloping speed
- "The horse was galloping along"
- synonym:
- gallop
2. Πηγαίνετε με ταχύτητα καλπάζ
- "Το άλογο καλπάζει"
- συνώνυμο:
- καλπάζω
3. Cause to move at full gallop
- "Did you gallop the horse just now?"
- synonym:
- gallop ,
- extend
3. Αιτία να κινηθεί σε πλήρη καλπασμό
- "Καλπάζεις το άλογο τώρα?"
- συνώνυμο:
- καλπάζω ,
- επεκτείνω