Translation meaning & definition of the word "gallon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gallon
[Γκαλόν]/gælən/
noun
1. United states liquid unit equal to 4 quarts or 3.785 liters
- synonym:
- gallon ,
- gal
1. Υγρή μονάδα των ηνωμένων πολιτειών ίση με 4 λίτρα ή 3.785 λίτρα
- συνώνυμο:
- γαλόνι ,
- γεννώ
2. A british imperial capacity measure (liquid or dry) equal to 4 quarts or 4.545 liters
- synonym:
- gallon ,
- Imperial gallon ,
- congius
2. Ένα βρετανικό αυτοκρατορικό μέτρο χωρητικότητας (λικυδιού ή ξηρού) ίσο με 4 λίτρα ή 4,545 λίτρα
- συνώνυμο:
- γαλόνι ,
- Αυτοκρατορικό γαλόνι ,
- εκκλησία