Translation meaning & definition of the word "gallantry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλαντεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gallantry
[Γαλατόψαρο]/gæləntri/
noun
1. The qualities of a hero or heroine
- Exceptional or heroic courage when facing danger (especially in battle)
- "He showed great heroism in battle"
- "He received a medal for valor"
- synonym:
- heroism ,
- gallantry ,
- valor ,
- valour ,
- valorousness ,
- valiance ,
- valiancy
1. Οι ιδιότητες ενός ήρωα ή ηρωίδας
- Εξαιρετικό ή ηρωικό θάρρος όταν αντιμετωπίζετε κίνδυνο (ειδικά στη μάχη)
- "Έδειξε μεγάλο ηρωισμό στη μάχη"
- "Έλαβε ένα μετάλλιο για την ανδρεία"
- συνώνυμο:
- ηρωισμός ,
- γαλαντία ,
- βαλόρ ,
- ανδρεία ,
- γενναιότητα ,
- βαλιάν
2. Courtesy towards women
- synonym:
- chivalry ,
- gallantry ,
- politesse
2. Ευγένεια προς τις γυναίκες
- συνώνυμο:
- ιπποσύνη ,
- γαλαντία ,
- πολιτεία
3. Polite attentiveness to women
- synonym:
- gallantry
3. Ευγενική προσοχή στις γυναίκες
- συνώνυμο:
- γαλαντία