Translation meaning & definition of the word "gallant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευθυμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gallant
[Γαλαντούχοσ]/gælənt/
noun
1. A man who is much concerned with his dress and appearance
- synonym:
- dandy ,
- dude ,
- fop ,
- gallant ,
- sheik ,
- beau ,
- swell ,
- fashion plate ,
- clotheshorse
1. Ένας άνθρωπος που ασχολείται πολύ με το φόρεμα και την εμφάνισή του
- συνώνυμο:
- πικραλίδα ,
- φίλε ,
- πόδι ,
- γενναίος ,
- σεΐχης ,
- μπο ,
- πρήζονται ,
- πλάκα μόδας ,
- αλυσοπρίονο
2. A man who attends or escorts a woman
- synonym:
- squire ,
- gallant
2. Ένας άνδρας που παρακολουθεί ή συνοδεύει μια γυναίκα
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- γενναίος
adjective
1. Unflinching in battle or action
- "A gallant warrior"
- "Put up a gallant resistance to the attackers"
- synonym:
- gallant
1. Αποσυνδεδεμένο σε μάχη ή δράση
- "Ένας γενναίος πολεμιστής"
- "Βάλτε μια γενναία αντίσταση στους επιτιθέμενους"
- συνώνυμο:
- γενναίος
2. Lively and spirited
- "A dashing hero"
- synonym:
- dashing ,
- gallant
2. Ζωηρός και πνευματικός
- "Ένας ήρωας που ταλαντεύεται"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- γενναίος
3. Having or displaying great dignity or nobility
- "A gallant pageant"
- "Lofty ships"
- "Majestic cities"
- "Proud alpine peaks"
- synonym:
- gallant ,
- lofty ,
- majestic ,
- proud
3. Έχοντας ή επιδεικνύοντας μεγάλη αξιοπρέπεια ή ευγένεια
- "Μια γενναία αναμέτρηση"
- "Βουβά πλοία"
- "Μεγάλες πόλεις"
- "Περήφανες αλπικές κορυφές"
- συνώνυμο:
- γενναίος ,
- υψηλός ,
- μεγαλοπρεπής ,
- περήφανος
4. Being attentive to women like an ideal knight
- synonym:
- chivalrous ,
- gallant ,
- knightly
4. Να είστε προσεκτικοί στις γυναίκες σαν ιδανικός ιππότης
- συνώνυμο:
- ιπποτικόσ ,
- γενναίος ,
- ιππότησ