Translation meaning & definition of the word "gall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλλί" στην ελληνική γλώσσα
Gall
[Γκαλ]noun
1. An open sore on the back of a horse caused by ill-fitting or badly adjusted saddle
- synonym:
- saddle sore ,
- gall
1. Μια ανοιχτή πληγή στο πίσω μέρος ενός αλόγου που προκαλείται από κακή τοποθέτηση ή κακώς προσαρμοσμένη σέλα
- συνώνυμο:
- σέλα πονάει ,
- χολή
2. A skin sore caused by chafing
- synonym:
- gall
2. Μια πληγή δέρματος που προκαλείται από το τράβηγμα
- συνώνυμο:
- χολή
3. Abnormal swelling of plant tissue caused by insects or microorganisms or injury
- synonym:
- gall
3. Μη φυσιολογική διόγκωση του φυτικού ιστού που προκαλείται από έντομα ή μικροοργανισμούς ή τραυματισμούς
- συνώνυμο:
- χολή
4. A feeling of deep and bitter anger and ill-will
- synonym:
- resentment ,
- bitterness ,
- gall ,
- rancor ,
- rancour
4. Ένα αίσθημα βαθιάς και πικρής οργής και κακής θέλησης
- συνώνυμο:
- απέχθεια ,
- πικρία ,
- χολή ,
- ράνκορ ,
- αγωνιστικό περιβάλλον
5. A digestive juice secreted by the liver and stored in the gallbladder
- Aids in the digestion of fats
- synonym:
- bile ,
- gall
5. Ένας πεπτικός χυμός που εκκρίνεται από το ήπαρ και αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη
- Βοηθά στην πέψη των λιπών
- συνώνυμο:
- χολή
6. The trait of being rude and impertinent
- Inclined to take liberties
- synonym:
- crust ,
- gall ,
- impertinence ,
- impudence ,
- insolence ,
- cheekiness ,
- freshness
6. Το χαρακτηριστικό του να είσαι αγενής και αυθάδης
- Τείνουν να παίρνουν ελευθερίες
- συνώνυμο:
- κρούστα ,
- χολή ,
- αυθάδεια ,
- απρέπεια ,
- απατηλότητα ,
- φρεσκάδα
verb
1. Become or make sore by or as if by rubbing
- synonym:
- chafe ,
- gall ,
- fret
1. Γίνετε ή κάνετε πληγή από ή σαν να τρίβετε
- συνώνυμο:
- τσαλαπατώ ,
- χολή ,
- τρέλα
2. Irritate or vex
- "It galls me that we lost the suit"
- synonym:
- gall ,
- irk
2. Ερεθίζω
- "Μου αρέσει που χάσαμε το κοστούμι"
- συνώνυμο:
- χολή ,
- ιρκ