Translation meaning & definition of the word "gale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλάζι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gale
[Γαληνεύω]/gel/
noun
1. A strong wind moving 45-90 knots
- Force 7 to 10 on beaufort scale
- synonym:
- gale
1. Ένας ισχυρός άνεμος που κινείται 45-90 κόμβους
- Δύναμη 7 έως 10 στην κλίμακα μποφόρ
- συνώνυμο:
- γκέιλ