Translation meaning & definition of the word "galactic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλαξιακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Galactic
[Γαλαξιακή]/gəlæktɪk/
adjective
1. Of or relating to a galaxy (especially our galaxy the milky way)
- "The galactic plane"
- synonym:
- galactic
1. Από ή σχετίζονται με έναν γαλαξία (ειδικά τον γαλαξία μας τον γαλαξία )
- "Το γαλαξιακό επίπεδο"
- συνώνυμο:
- γαλαξιακή
2. Inconceivably large
- synonym:
- astronomic ,
- astronomical ,
- galactic
2. Αδιανόητα μεγάλο
- συνώνυμο:
- αστρονομική ,
- αστρονομικός ,
- γαλαξιακή