Translation meaning & definition of the word "gait" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάδισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gait
[Βαρβαρότητα]/get/
noun
1. The rate of moving (especially walking or running)
- synonym:
- pace ,
- gait
1. Ο ρυθμός της κίνησης (ειδικά το περπάτημα ή το τρέξιμο)
- συνώνυμο:
- ρυθμός ,
- βαρετός
2. A horse's manner of moving
- synonym:
- gait
2. Ο τρόπος του αλόγου να κινείται
- συνώνυμο:
- βαρετός
3. A person's manner of walking
- synonym:
- gait
3. Ο τρόπος που περπατάει ένας άνθρωπος
- συνώνυμο:
- βαρετός