Translation meaning & definition of the word "gainsay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ξενάγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gainsay
[Κερδίζει]/gense/
verb
1. Take exception to
- "She challenged his claims"
- synonym:
- challenge ,
- dispute ,
- gainsay
1. Εξαιρώ
- "Αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του"
- συνώνυμο:
- πρόκληση ,
- διαφωνία ,
- κερδίζω
Examples of using
We cannot gainsay that he is honest.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ειλικρινής.