Translation meaning & definition of the word "gag" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "τέχνασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gag
[Φανταχτερό]/gæg/
noun
1. A humorous anecdote or remark intended to provoke laughter
- "He told a very funny joke"
- "He knows a million gags"
- "Thanks for the laugh"
- "He laughed unpleasantly at his own jest"
- "Even a schoolboy's jape is supposed to have some ascertainable point"
- synonym:
- joke ,
- gag ,
- laugh ,
- jest ,
- jape
1. Ένα χιουμοριστικό ανέκδοτο ή παρατήρηση που προορίζεται να προκαλέσει γέλιο
- "Είπε ένα πολύ αστείο αστείο"
- "Γνωρίζει ένα εκατομμύριο αποχρώσεις"
- "Ευχαριστώ για το γέλιο"
- "Γέλασε δυσάρεστα με τη δική του καυλίτσα"
- "Ακόμη και η φυλακή ενός μαθητή υποτίθεται ότι έχει κάποιο εξακριβώσιμο σημείο"
- συνώνυμο:
- αστείο ,
- αγκαλιά ,
- γέλιο ,
- τζεστ ,
- τζαμί
2. Restraint put into a person's mouth to prevent speaking or shouting
- synonym:
- gag ,
- muzzle
2. Συγκράτηση βάλτε στο στόμα ενός ατόμου για να αποφύγετε την ομιλία ή τη φωνή
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- φίμωτρο
verb
1. Prevent from speaking out
- "The press was gagged"
- synonym:
- gag ,
- muzzle
1. Αποτρέψτε να μιλήσετε
- "Ο τύπος ήταν φιμωμένος"
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- φίμωτρο
2. Be too tight
- Rub or press
- "This neckband is choking the cat"
- synonym:
- choke ,
- gag ,
- fret
2. Είμαι πολύ σφιχτός
- Τρίψτε ή πατήστε
- "Αυτό το λαιμό πνίγει τη γάτα"
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- αγκαλιά ,
- τρέλα
3. Tie a gag around someone's mouth in order to silence them
- "The burglars gagged the home owner and tied him to a chair"
- synonym:
- gag ,
- muzzle
3. Δέστε ένα βάτραχο γύρω από το στόμα κάποιου για να τους σιωπήσετε
- "Οι διαρρήκτες φίμωσαν τον ιδιοκτήτη και τον έδεσαν σε μια καρέκλα"
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- φίμωτρο
4. Make jokes or quips
- "The students were gagging during dinner"
- synonym:
- gag ,
- quip
4. Κάντε αστεία ή κουπόνια
- "Οι μαθητές φίμωναν κατά τη διάρκεια του δείπνου"
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- κουίπ
5. Struggle for breath
- Have insufficient oxygen intake
- "He swallowed a fishbone and gagged"
- synonym:
- gag ,
- choke ,
- strangle ,
- suffocate
5. Αγώνας για αναπνοή
- Έχετε ανεπαρκή πρόσληψη οξυγόνου
- "Κατάπιε ένα ψαροκόκαλο και φιμωμένο"
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- πνίγω ,
- στραγγαλίζω ,
- ασφυκτικών
6. Cause to retch or choke
- synonym:
- gag ,
- choke
6. Αιτία για να επαναφέρετε ή να πνίξετε
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- πνίγω
7. Make an unsuccessful effort to vomit
- Strain to vomit
- synonym:
- gag ,
- heave ,
- retch
7. Κάντε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να κάνετε εμετό
- Στέλεχος για εμετό
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- υψώ ,
- ανακατεύω