Translation meaning & definition of the word "gaffe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καφεΐνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gaffe
[Γκαφ]/gæf/
noun
1. A socially awkward or tactless act
- synonym:
- faux pas ,
- gaffe ,
- solecism ,
- slip ,
- gaucherie
1. Μια κοινωνικά αμήχανη ή απρόσεκτη πράξη
- συνώνυμο:
- πανωφόρια ,
- γκαφ ,
- σολκισμό ,
- λασπώνω ,
- γκακχέρι