Translation meaning & definition of the word "gab" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαμπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gab
[Γκαμπ]/gæb/
noun
1. Light informal conversation for social occasions
- synonym:
- chitchat ,
- chit-chat ,
- chit chat ,
- small talk ,
- gab ,
- gabfest ,
- gossip ,
- tittle-tattle ,
- chin wag ,
- chin-wag ,
- chin wagging ,
- chin-wagging ,
- causerie
1. Ελαφριά ανεπίσημη συζήτηση για κοινωνικές περιστάσεις
- συνώνυμο:
- τσιτσιτσιτάτο ,
- παιχνίδι ,
- συνομιλία με παιδιά ,
- μικρή ομιλία ,
- αποτυχαίνω ,
- αστείοσ ,
- κουτσομπολιό ,
- κουδουνίζω ,
- βαγόνι πηγουνιού ,
- πηγούνι ,
- κουνώ πηγούνι ,
- αιτιότητα
verb
1. Talk profusely
- "She was yakking away about her grandchildren"
- synonym:
- yak ,
- gab
1. Μιλάω άφθονα
- "Απομακρύνθηκε για τα εγγόνια της"
- συνώνυμο:
- γιακ ,
- αποτυχαίνω