Translation meaning & definition of the word "ga" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ga
[Γκα]/gɑ/
noun
1. The first known nerve agent, synthesized by german chemists in 1936
- A highly toxic combustible liquid that is soluble in organic solvents and is used as a nerve gas in chemical warfare
- synonym:
- tabun ,
- GA
1. Ο πρώτος γνωστός νευροπαράγοντας, που συντέθηκε από γερμανούς χημικούς το 1936
- Ένα εξαιρετικά τοξικό καύσιμο υγρό που είναι διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται ως νευρικό αέριο σε χημικό πόλεμο
- συνώνυμο:
- ταμπούν ,
- ΓΚΑ
2. A rare silvery (usually trivalent) metallic element
- Brittle at low temperatures but liquid above room temperature
- Occurs in trace amounts in bauxite and zinc ores
- synonym:
- gallium ,
- Ga ,
- atomic number 31
2. Ένα σπάνιο αργυροειδές (συνήθως τριβαλεντ) μεταλλικό στοιχείο
- Εύθραυστος στις χαμηλές θερμοκρασίες αλλά υγρό πάνω από τη θερμοκρασία δωματίου
- Εμφανίζεται σε ποσότητες ιχνών σε μεταλλεύματα βωξίτη και ψευδαργύρου
- συνώνυμο:
- γάλλιο ,
- Γκα ,
- ατομικός αριθμός 31
3. A state in southeastern united states
- One of the confederate states during the american civil war
- synonym:
- Georgia ,
- Empire State of the South ,
- Peach State ,
- GA
3. Πολιτεία στις νοτιοανατολικές ηνωμένες πολιτείες
- Ένα από τα κράτη της συνομοσπονδίας κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου
- συνώνυμο:
- Γεωργία ,
- Κράτος της Αυτοκρατορίας του Νότου ,
- Κατάσταση Ροδάκινου ,
- ΓΚΑ