Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fuzzy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φουσκωτό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fuzzy

[Αποτυχημένοσ]
/fəzi/

adjective

1. Covering with fine light hairs

  • "His head fuzzed like a dandelion gone to seed"
    synonym:
  • fuzzed
  • ,
  • fuzzy

1. Κάλυψη με λεπτές ελαφριές τρίχες

  • "Το κεφάλι του ασαφίστηκε σαν πικραλίδα που πήγε σε σπόρους"
    συνώνυμο:
  • ασαφήσ
  • ,
  • ασαφής

2. Indistinct or hazy in outline

  • "A landscape of blurred outlines"
  • "The trees were just blurry shapes"
    synonym:
  • bleary
  • ,
  • blurred
  • ,
  • blurry
  • ,
  • foggy
  • ,
  • fuzzy
  • ,
  • hazy
  • ,
  • muzzy

2. Δυσδιάκριτο ή θολό στο περίγραμμα

  • "Ένα τοπίο θολών περιγραμμάτων"
  • "Τα δέντρα ήταν απλά θολά σχήματα"
    συνώνυμο:
  • λευκαντικόσ
  • ,
  • θολόσ
  • ,
  • ομιχλώδης
  • ,
  • ασαφής
  • ,
  • μουτζουρωμένοσ

3. Confused and not coherent

  • Not clearly thought out
  • "A vague and fuzzy idea of the world of finance"
    synonym:
  • fuzzy

3. Μπερδεμένος και όχι συνεκτικός

  • Δεν είναι σαφώς μελετημένο
  • "Μια ασαφής και ασαφής ιδέα του κόσμου των οικονομικών"
    συνώνυμο:
  • ασαφής