Translation meaning & definition of the word "futuristic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φουτουριστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Futuristic
[Φουτουριστικό]/fjuʧərɪstɪk/
adjective
1. Of or relating to futurism
- "Futurist art"
- synonym:
- futuristic ,
- futurist
1. Από ή σχετίζονται με το φουτουρισμό
- "Φουτουριστική τέχνη"
- συνώνυμο:
- φουτουριστικόσ ,
- φουτουριστήσ