Translation meaning & definition of the word "future" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέλλον" στην ελληνική γλώσσα
Future
[Μέλλον]noun
1. The time yet to come
- synonym:
- future ,
- hereafter ,
- futurity ,
- time to come
1. Η ώρα να έρθει ακόμα
- συνώνυμο:
- μέλλον ,
- ακολούθωσ ,
- ανώφελο ,
- ώρα να έρθει
2. A verb tense that expresses actions or states in the future
- synonym:
- future ,
- future tense
2. Ένα τεταμένο ρήμα που εκφράζει ενέργειες ή καταστάσεις στο μέλλον
- συνώνυμο:
- μέλλον ,
- μελλοντικός τεταμένος
3. Bulk commodities bought or sold at an agreed price for delivery at a specified future date
- synonym:
- future
3. Μαζικά προϊόντα που αγοράζονται ή πωλούνται σε συμφωνημένη τιμή για παράδοση σε καθορισμένη μελλοντική ημερομηνία
- συνώνυμο:
- μέλλον
adjective
1. Yet to be or coming
- "Some future historian will evaluate him"
- synonym:
- future
1. Ακόμα να είναι ή να έρχεται
- "Κάποιος μελλοντικός ιστορικός θα τον αξιολογήσει"
- συνώνυμο:
- μέλλον
2. Effective in or looking toward the future
- "He was preparing for future employment opportunities"
- synonym:
- future
2. Αποτελεσματική στο μέλλον ή το βλέμμα προς το μέλλον
- "Προετοιμαζόταν για μελλοντικές ευκαιρίες απασχόλησης"
- συνώνυμο:
- μέλλον
3. (of elected officers) elected but not yet serving
- "Our next president"
- synonym:
- future(a) ,
- next ,
- succeeding(a)
3. ( των εκλεγμένων αξιωματικών) εκλέχθηκε αλλά δεν υπηρετεί ακόμα
- "Ο επόμενος πρόεδρός μας"
- συνώνυμο:
- μελλοντ() ,
- επόμενο ,
- διαδοχ()
4. A verb tense or other formation referring to events or states that have not yet happened
- "Future auxiliary"
- synonym:
- future
4. Ένα ρήμα τεταμένο ή άλλο σχηματισμό που αναφέρεται σε γεγονότα ή καταστάσεις που δεν έχουν ακόμη συμβεί
- "Μελλοντικό βοηθητικό"
- συνώνυμο:
- μέλλον