Translation meaning & definition of the word "futile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγαθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Futile
[Φουτίλ]/fjutəl/
adjective
1. Producing no result or effect
- "A futile effort"
- "The therapy was ineffectual"
- "An otiose undertaking"
- "An unavailing attempt"
- synonym:
- futile ,
- ineffectual ,
- otiose ,
- unavailing
1. Δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή αποτέλεσμα
- "Μια μάταιη προσπάθεια"
- "Η θεραπεία ήταν αναποτελεσματική"
- "Μια επιχείρηση εκτός δρόμου"
- "Μια απόπειρα αποτυχίας"
- συνώνυμο:
- μάταιος ,
- αναποτελεσματικόσ ,
- οστεόζη ,
- απερίσκεπτοσ
2. Unproductive of success
- "A fruitless search"
- "Futile years after her artistic peak"
- "A sleeveless errand"
- "A vain attempt"
- synonym:
- bootless ,
- fruitless ,
- futile ,
- sleeveless ,
- vain
2. Μη παραγωγικός της επιτυχίας
- "Μια άκαρπη αναζήτηση"
- "Απολυτά χρόνια μετά την καλλιτεχνική της κορυφή"
- "Ένα αμάνικο ερωτικό"
- "Μια μάταιη προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- αερόστατοσ ,
- άκαρποσ ,
- μάταιος ,
- αμάνικο
Examples of using
Resistance is futile.
Η αντίσταση είναι μάταιη.
Your efforts are futile.
Οι προσπάθειές σας είναι μάταιες.
Your efforts are futile.
Οι προσπάθειές σας είναι μάταιες.