Translation meaning & definition of the word "fussy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουνί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fussy
[Μουνί]/fəsi/
adjective
1. Annoyed and irritable
- synonym:
- crabbed ,
- crabby ,
- cross ,
- fussy ,
- grouchy ,
- grumpy ,
- bad-tempered ,
- ill-tempered
1. Ενοχλημένος και ευερέθιστος
- συνώνυμο:
- καβουρδισμένα ,
- παραλία ,
- σταυρώνω ,
- ανήσυχοσ ,
- ανατριχιαστικός ,
- γκρινιάρησ ,
- ανακριβήσ ,
- ανεπαίσθητοσ
2. Overcrowded or cluttered with detail
- "A busy painting"
- "A fussy design"
- synonym:
- busy ,
- fussy
2. Υπερπλήρης ή γεμάτος λεπτομέρειες
- "Πολυάσχολος πίνακας"
- "Ένας ανήσυχος σχεδιασμός"
- συνώνυμο:
- απασχολημένος ,
- ανήσυχοσ
3. Exacting especially about details
- "A finicky eater"
- "Fussy about clothes"
- "Very particular about how her food was prepared"
- synonym:
- finical ,
- finicky ,
- fussy ,
- particular ,
- picky
3. Απαιτητική ειδικά για τις λεπτομέρειες
- "Ένας φινλανδικός τρώγων"
- "Ανησυχία για τα ρούχα"
- "Πολύ συγκεκριμένα για το πώς προετοιμάστηκε το φαγητό της"
- συνώνυμο:
- τελειωτικόσ ,
- φινίκ ,
- ανήσυχοσ ,
- ιδιαίτερα ,
- επιλεκτικός