Translation meaning & definition of the word "fuss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fuss
[Φασαρία]/fəs/
noun
1. An excited state of agitation
- "He was in a dither"
- "There was a terrible flap about the theft"
- synonym:
- dither ,
- pother ,
- fuss ,
- tizzy ,
- flap
1. Μια ενθουσιασμένη κατάσταση αναταραχής
- "Ήταν σε ένα τσίμπημα"
- "Υπήρχε ένα τρομερό πτερύγιο για την κλοπή"
- συνώνυμο:
- παρατηρώ ,
- πουλάρι ,
- φάουσ ,
- τερετώδησ ,
- πτερύγιο
2. An angry disturbance
- "He didn't want to make a fuss"
- "They had labor trouble"
- "A spot of bother"
- synonym:
- fuss ,
- trouble ,
- bother ,
- hassle
2. Μια θυμωμένη διαταραχή
- "Δεν ήθελε να κάνει φασαρία"
- "Είχαν πρόβλημα εργασίας"
- "Ένα σημείο ενόχλησης"
- συνώνυμο:
- φάουσ ,
- πρόβλημα ,
- ενοχλώ ,
- ταλαιπωρία
3. A quarrel about petty points
- synonym:
- bicker ,
- bickering ,
- spat ,
- tiff ,
- squabble ,
- pettifoggery ,
- fuss
3. Μια διαμάχη για τα μικρά σημεία
- συνώνυμο:
- διασκεδάζω ,
- διαπληκτίζω ,
- πατώ ,
- τιφ ,
- παραπαίω ,
- πετροχειρουργική ,
- φάουσ
4. A rapid active commotion
- synonym:
- bustle ,
- hustle ,
- flurry ,
- ado ,
- fuss ,
- stir
4. Μια ταχεία ενεργή αναταραχή
- συνώνυμο:
- φασαρία ,
- παραπονιέμαι ,
- αναβλύζω ,
- αντο ,
- φάουσ ,
- ανακατεύω
verb
1. Worry unnecessarily or excessively
- "Don't fuss too much over the grandchildren--they are quite big now"
- synonym:
- fuss ,
- niggle ,
- fret
1. Ανησυχείτε άσκοπα ή υπερβολικά
- "Μην αναστατώνεστε πολύ πάνω από τα εγγόνια - είναι αρκετά μεγάλα τώρα"
- συνώνυμο:
- φάουσ ,
- παραλύω ,
- τρέλα
2. Care for like a mother
- "She fusses over her husband"
- synonym:
- mother ,
- fuss ,
- overprotect
2. Φροντίστε σαν μητέρα
- "Αναστατώνει πάνω από τον άντρα της"
- συνώνυμο:
- μητέρα ,
- φάουσ ,
- υπερπροστασία