Translation meaning & definition of the word "fusillade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fusillade
[Φουσιλάντα]/fjusɪled/
noun
1. Rapid simultaneous discharge of firearms
- "Our fusillade from the left flank caught them by surprise"
- synonym:
- fusillade ,
- salvo ,
- volley ,
- burst
1. Ταχεία ταυτόχρονη απόρριψη πυροβόλων όπλων
- "Η φουσκωτή μας από την αριστερή πλευρά τους έπιασε από έκπληξη"
- συνώνυμο:
- φουσιλάντα ,
- σάλβο ,
- βόλεϊ ,
- έκρηξη
verb
1. Attack with fusillade
- synonym:
- fusillade
1. Επίθεση με φουαγιέ
- συνώνυμο:
- φουσιλάντα