Translation meaning & definition of the word "fuse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφάλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fuse
[Ασφάλεια]/fjuz/
noun
1. An electrical device that can interrupt the flow of electrical current when it is overloaded
- synonym:
- fuse ,
- electrical fuse ,
- safety fuse
1. Μια ηλεκτρική συσκευή που μπορεί να διακόψει τη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος όταν είναι υπερφορτωμένο
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- ηλεκτρική ασφάλεια ,
- ασφάλεια ασφάλειας
2. Any igniter that is used to initiate the burning of a propellant
- synonym:
- fuse ,
- fuze ,
- fusee ,
- fuzee ,
- primer ,
- priming
2. Οποιοσδήποτε αναφλεκτήρας που χρησιμοποιείται για να ξεκινήσει την καύση ενός προωθητικού
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- φουρντ ,
- φούσε ,
- φουζί ,
- αστάρι ,
- εναστάλαξη
verb
1. Mix together different elements
- "The colors blend well"
- synonym:
- blend ,
- flux ,
- mix ,
- conflate ,
- commingle ,
- immix ,
- fuse ,
- coalesce ,
- meld ,
- combine ,
- merge
1. Ανακατέψτε μαζί διαφορετικά στοιχεία
- "Τα χρώματα δένουν καλά"
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- ροή ,
- ανακατεύω ,
- συγχέω ,
- εμπρόθεμη ,
- ασφάλεια ,
- συναναστρέφομαι ,
- λιωμένος ,
- συνδυάζω ,
- συγχώνευση
2. Become plastic or fluid or liquefied from heat
- "The substances fused at a very high temperature"
- synonym:
- fuse
2. Γίνετε πλαστικό ή ρευστό ή υγροποιημένο από τη θερμότητα
- "Οι ουσίες που λιώνονται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
3. Equip with a fuse
- Provide with a fuse
- synonym:
- fuse
3. Εξοπλίστε με μια ασφάλεια
- Παρέχω μια ασφάλεια
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
4. Make liquid or plastic by heating
- "The storm fused the electric mains"
- synonym:
- fuse
4. Κάνετε το υγρό ή το πλαστικό με τη θέρμανση
- "Η καταιγίδα έλιωσε τα ηλεκτρικά δίκτυα"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
Examples of using
Tom has a short fuse.
Ο Τομ έχει μια μικρή ασφάλεια.
The fuse lit at once.
Η ασφάλεια ανάβει αμέσως.