Translation meaning & definition of the word "fury" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταπεινό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fury
[Θησαυρός]/fjʊri/
noun
1. A feeling of intense anger
- "Hell hath no fury like a woman scorned"
- "His face turned red with rage"
- synonym:
- fury ,
- rage ,
- madness
1. Αίσθηση έντονου θυμού
- "Δεν έχει καμία οργή σαν μια γυναίκα περιφρονημένη"
- "Το πρόσωπό του έγινε κόκκινο με οργή"
- συνώνυμο:
- οργή ,
- τρέλα
2. State of violent mental agitation
- synonym:
- craze ,
- delirium ,
- frenzy ,
- fury ,
- hysteria
2. Κατάσταση βίαιης ψυχικής αναταραχής
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- παραλήρημα ,
- φρενίτιδα ,
- οργή ,
- υστερία
3. The property of being wild or turbulent
- "The storm's violence"
- synonym:
- ferocity ,
- fierceness ,
- furiousness ,
- fury ,
- vehemence ,
- violence ,
- wildness
3. Η ιδιοκτησία του να είσαι άγριος ή ταραχώδης
- "Η βία της καταιγίδας"
- συνώνυμο:
- αγριότητα ,
- πικρότητα ,
- εξαγριωμένο ,
- οργή ,
- σφοδρότητα ,
- βία
4. (classical mythology) the hideous snake-haired monsters (usually three in number) who pursued unpunished criminals
- synonym:
- Fury ,
- Eumenides ,
- Erinyes
4. (κλασική μυθολογία) τα αποτρόπαια τέρατα με μαλλιά φιδιού (συνήθως τρία σε αριθμό) που επιδίωκαν ατιμώρητους εγκληματίες
- συνώνυμο:
- Θησαυρός ,
- Ευμενίδη ,
- Ερινύεσ
Examples of using
The storm remitted its fury.
Η καταιγίδα απομακρύνει τη μανία της.