Translation meaning & definition of the word "furtive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβουλευτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Furtive
[Καρποφόρων]/fərtɪv/
adjective
1. Marked by quiet and caution and secrecy
- Taking pains to avoid being observed
- "A furtive manner"
- "A sneak attack"
- "Stealthy footsteps"
- "A surreptitious glance at his watch"
- synonym:
- furtive ,
- sneak(a) ,
- sneaky ,
- stealthy ,
- surreptitious
1. Χαρακτηρίζεται από ησυχία και προσοχή και μυστικότητα
- Πόνοι για να αποφύγετε να παρατηρηθείτε
- "Ένας παραπλανητικός τρόπος"
- "Μια γλιστερή επίθεση"
- "Απίθανα βήματα"
- "Μια κρυφή ματιά στο ρολόι του"
- συνώνυμο:
- παρασυρόμενοσ ,
- φλακρός( ,
- απαίσιοσ ,
- απόκρυφοσ ,
- απατηλόσ
2. Secret and sly or sordid
- "Backstairs gossip"
- "His low backstairs cunning"- a.l.guerard
- "Backstairs intimacies"
- "Furtive behavior"
- synonym:
- backstair ,
- backstairs ,
- furtive
2. Μυστικό και πονηρό ή απαίσιο
- "Κουτσομπολιό στον πίσω όροφο"
- "Είναι χαμηλά στον πίσω όροφο πονηρό"- α.λ. γκουέραρντ
- "Υποτιθέμενες εντολές στον πίσω όροφο"
- "Συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- πίσω πόρτα ,
- πίσω όροφοσ ,
- παρασυρόμενοσ