Translation meaning & definition of the word "furthest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Furthest
[Καταπληκτικόσ]/fərθəst/
adjective
1. (comparatives of `far') most remote in space or time or order
- "Had traveled to the farthest frontier"
- "Don't go beyond the farthermost (or furthermost) tree"
- "Explored the furthest reaches of space"
- "The utmost tip of the peninsula"
- synonym:
- farthermost ,
- farthest ,
- furthermost ,
- furthest ,
- utmost ,
- uttermost
1. (συντελεστές του `απομακρυσμένου στο χώρο ή το χρόνο ή την τάξη
- "Είχα ταξιδέψει στα πιο μακρινά σύνορα"
- "Μην πηγαίνετε πέρα από το μακρύτερο (περαιτέρωθετικό δέντρο"
- "Εξερεύνησε τα πιο απομακρυσμένα επίπεδα του χώρου"
- "Η απόλυτη άκρη της χερσονήσου"
- συνώνυμο:
- πιο μακρύτερα ,
- πιο μακρινόσ ,
- πιο πέρα ,
- απώτεροσ ,
- μέγιστοσ ,
- απόλυτοσ
adverb
1. To the greatest degree or extent or most advanced stage (`furthest' is used more often than `farthest' in this abstract sense)
- "Went the furthest of all the children in her education"
- "Furthest removed from reality"
- "She goes farthest in helping us"
- synonym:
- furthest ,
- farthest
1. Στο μεγαλύτερο βαθμό ή έκταση ή το πιο προηγμένο στάδιο (`φούρθεστος χρησιμοποιείται συχνότερα από το `πιο μακρινό' με αυτή την αφηρημέν έν
- "Πέρασε το πιο μακρινό από όλα τα παιδιά στην εκπαίδευσή της"
- "Πιο απομακρυσμένος από την πραγματικότητα"
- "Πηγαίνει πιο μακριά στο να μας βοηθήσει"
- συνώνυμο:
- απώτεροσ ,
- πιο μακρινόσ
2. To the greatest distance in space or time (`farthest' is used more often than `furthest' in this physical sense)
- "See who could jump the farthest"
- "Chose the farthest seat from the door"
- "He swam the furthest"
- synonym:
- farthest ,
- furthest
2. Στη μεγαλύτερη απόσταση στο χώρο ή το χρόνο (`πιο μακριά' χρησιμοποιείται συχνότερα από το `πιο συχνά με αυτή τη φυσική έννοια)
- "Δείτε ποιος θα μπορούσε να πηδήξει πιο μακριά"
- "Επιλέξτε το πιο μακρινό κάθισμα από την πόρτα"
- "Κολύμπησε το πιο απόμακρο"
- συνώνυμο:
- πιο μακρινόσ ,
- απώτεροσ
Examples of using
Creaking cars reach the furthest.
Τα αυτοκίνητα φτάνουν στο πιο απομακρυσμένο.