Translation meaning & definition of the word "further" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περαιτέρω" στην ελληνική γλώσσα
Further
[Περαιτέρω]verb
1. Promote the growth of
- "Foster our children's well-being and education"
- synonym:
- foster ,
- further
1. Προώθηση της ανάπτυξης των
- "Ενισχύστε την ευημερία και την εκπαίδευση των παιδιών μας"
- συνώνυμο:
- ενθαρρύνω ,
- περαιτέρω
2. Contribute to the progress or growth of
- "I am promoting the use of computers in the classroom"
- synonym:
- promote ,
- advance ,
- boost ,
- further ,
- encourage
2. Συμβάλλει στην πρόοδο ή την ανάπτυξη των
- "Προωθώ τη χρήση των υπολογιστών στην τάξη"
- συνώνυμο:
- προωθώ ,
- προκαταβολή ,
- ενισχύω ,
- περαιτέρω ,
- ενθαρρύνω
adjective
1. More distant in especially degree
- "Nothing could be further from the truth"
- "Further from our expectations"
- "Farther from the truth"
- "Farther from our expectations"
- synonym:
- further ,
- farther
1. Πιο μακρινά σε ειδικό βαθμό
- "Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια"
- "Εκτός από τις προσδοκίες μας"
- "Ακόμα πιο μακριά από την αλήθεια"
- "Μακρύτερα από τις προσδοκίες μας"
- συνώνυμο:
- περαιτέρω ,
- πιο μακριά
adverb
1. To or at a greater extent or degree or a more advanced stage (`further' is used more often than `farther' in this abstract sense)
- "Further complicated by uncertainty about the future"
- "Let's not discuss it further"
- "Nothing could be further from the truth"
- "They are further along in their research than we expected"
- "The application of the law was extended farther"
- "He is going no farther in his studies"
- synonym:
- further ,
- farther
1. Σε μεγαλύτερο βαθμό ή βαθμό ή σε πιο προχωρημένο στάδιο (` περαιτέρω χρησιμοποιείται συχνότερα από `πιο συχνά με αυτή την αφηρημένη ένη έν
- "Περιπλέκεται περαιτέρω από την αβεβαιότητα για το μέλλον"
- "Ας μην το συζητήσουμε περαιτέρω"
- "Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια"
- "Είναι περισσότερο μαζί στην έρευνά τους από ό, τι περιμέναμε"
- "Η εφαρμογή του νόμου επεκτάθηκε περισσότερο"
- "Δεν πηγαίνει μακρύτερα στις σπουδές του"
- συνώνυμο:
- περαιτέρω ,
- πιο μακριά
2. In addition or furthermore
- "If we further suppose"
- "Stated further that he would not cooperate with them"
- "They are definitely coming
- Further, they should be here already"
- synonym:
- further
2. Επιπλέον ή επιπλέον
- "Αν υποθέσουμε περαιτέρω"
- "Επιβεβαίωσε ότι δεν θα συνεργαστεί μαζί τους"
- "Σαφώς έρχονται
- Επιπλέον, θα πρέπει να είναι ήδη εδώ"
- συνώνυμο:
- περαιτέρω
3. To or at a greater distance in time or space (`farther' is used more frequently than `further' in this physical sense)
- "Farther north"
- "Moved farther away"
- "Farther down the corridor"
- "The practice may go back still farther to the druids"
- "Went only three miles further"
- "Further in the future"
- synonym:
- farther ,
- further
3. Προς ή σε μεγαλύτερη απόσταση στο χρόνο ή το χώρο (`πιο συχνά χρησιμοποιείται από `περαιτέρω' με αυτή τη φυσική έννοια )
- "Πιο βόρεια"
- "Μετακινήθηκε πιο μακριά"
- "Πιο γρήγορα στο διάδρομο"
- "Η πρακτική μπορεί να πάει πίσω ακόμα πιο μακριά στους δρυίδες"
- "Πήγαινα μόνο τρία μίλια πιο μακριά"
- "Περαιτέρω στο μέλλον"
- συνώνυμο:
- πιο μακριά ,
- περαιτέρω