Translation meaning & definition of the word "furry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πολύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Furry
[Βιασύνη]/fəri/
adjective
1. Covered with a dense coat of fine silky hairs
- "Furred animals"
- "A furry teddy bear"
- synonym:
- furred ,
- furry
1. Καλυμμένο με ένα πυκνό παλτό από λεπτές μεταξένιες τρίχες
- "Δολοφονημένα ζώα"
- "Ένα γούνινο αρκουδάκι"
- συνώνυμο:
- παρακινήθηκε ,
- γούνινος