Translation meaning & definition of the word "furnace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καύση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Furnace
[Φούρνος]/fərnəs/
noun
1. An enclosed chamber in which heat is produced to heat buildings, destroy refuse, smelt or refine ores, etc.
- synonym:
- furnace
1. Ένας κλειστός θάλαμος στον οποίο παράγεται θερμότητα για τη θέρμανση κτιρίων, την καταστροφή απορριμμάτων, την όσφρηση ή την τελειοποίηση.
- συνώνυμο:
- φούρνος
Examples of using
The heat of the furnace warmed the whole house.
Η θερμότητα του κλιβάνου ζέστανε όλο το σπίτι.
It is not as a child that I believe and confess Jesus Christ. My hosanna is born of a furnace of doubt.
Δεν είναι ως παιδί που πιστεύω και ομολογώ τον Ιησού Χριστό. Η ωσάννα μου γεννιέται από έναν κλίβανο αμφιβολίας.