Translation meaning & definition of the word "furlough" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "furlough" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Furlough
[Furlough]/fərloʊ/
noun
1. A temporary leave of absence from military duty
- synonym:
- furlough
1. Προσωρινή άδεια απουσίας από στρατιωτική υπηρεσία
- συνώνυμο:
- άδεια
verb
1. Dismiss, usually for economic reasons
- "She was laid off together with hundreds of other workers when the company downsized"
- synonym:
- furlough ,
- lay off
1. Απόλυση, συνήθως για οικονομικούς λόγους
- "Απολύθηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους εργαζόμενους όταν η εταιρεία μειώθηκε"
- συνώνυμο:
- άδεια ,
- απολύω
2. Grant a leave to
- "The prisoner was furloughed for the weekend to visit her children"
- synonym:
- furlough
2. Παραχωρήστε άδεια για
- "Η κρατούμενη απολύθηκε για το σαββατοκύριακο για να επισκεφτεί τα παιδιά της"
- συνώνυμο:
- άδεια