Translation meaning & definition of the word "funk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεθυσμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Funk
[Μανιτάρι]/fəŋk/
noun
1. A state of nervous depression
- "He was in a funk"
- synonym:
- funk ,
- blue funk
1. Κατάσταση νευρικής κατάθλιψης
- "Ήταν σε ένα πανηγύρι"
- συνώνυμο:
- πανωφόρι ,
- μπλε τουρσί
2. United states biochemist (born in poland) who showed that several diseases were caused by dietary deficiencies and who coined the term `vitamin' for the chemicals involved (1884-1967)
- synonym:
- Funk ,
- Casimir Funk
2. Ο βιοχημικός των ηνωμένων πολιτειών (γεννήθηκε στην πολωνία) που έδειξε ότι προκλήθηκαν από διατροφικές ελλείψεις και επινόησε τον όρο
- συνώνυμο:
- Μανιτάρι ,
- Καζιμίρ Φουνκ
3. An earthy type of jazz combining it with blues and soul
- Has a heavy bass line that accentuates the first beat in the bar
- synonym:
- funk
3. Ένας γήινος τύπος τζαζ που το συνδυάζει με μπλε και ψυχή
- Έχει μια βαριά γραμμή μπάσων που τονίζει τον πρώτο ρυθμό στο μπαρ
- συνώνυμο:
- πανωφόρι
verb
1. Draw back, as with fear or pain
- "She flinched when they showed the slaughtering of the calf"
- synonym:
- flinch ,
- squinch ,
- funk ,
- cringe ,
- shrink ,
- wince ,
- recoil ,
- quail
1. Αντλήστε πίσω, όπως με το φόβο ή τον πόνο
- "Ανατινάχτηκε όταν έδειξαν τη σφαγή του μοσχαριού"
- συνώνυμο:
- φλίντσα ,
- τραγανίζω ,
- πανωφόρι ,
- παραφυάδα ,
- συρρικνώνομαι ,
- γουίντσεν ,
- ανακτώ ,
- ορτύκι