Translation meaning & definition of the word "fundamentally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "θεματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fundamentally
[Βασικά]/fəndəmɛntəli/
adverb
1. In essence
- At bottom or by one's (or its) very nature
- "He is basically dishonest"
- "The argument was essentially a technical one"
- "For all his bluster he is in essence a shy person"
- synonym:
- basically ,
- fundamentally ,
- essentially
1. Στην ουσία
- Στο κάτω μέρος ή από το (ορ είναιη ίδια η φύση του
- "Είναι βασικά ανέντιμος"
- "Το επιχείρημα ήταν ουσιαστικά τεχνικό"
- "Για όλη του τη συστροφή είναι στην ουσία ένας ντροπαλός άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- βασικά ,
- θεμελιωδώς ,
- ουσιαστικά