Translation meaning & definition of the word "fund" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρηματοδότηση" στην ελληνική γλώσσα
Fund
[Ταμείο]noun
1. A reserve of money set aside for some purpose
- synonym:
- fund ,
- monetary fund
1. Ένα αποθεματικό χρημάτων που παραμερίζεται για κάποιο σκοπό
- συνώνυμο:
- ταμείο ,
- νομισματικό Ταμείο
2. A supply of something available for future use
- "He brought back a large store of cuban cigars"
- synonym:
- store ,
- stock ,
- fund
2. Προμήθεια από κάτι διαθέσιμο για μελλοντική χρήση
- "Έφερε πίσω ένα μεγάλο κατάστημα κουβανέζικων πούρων"
- συνώνυμο:
- κατάστημα ,
- απόθεμα ,
- ταμείο
3. A financial institution that sells shares to individuals and invests in securities issued by other companies
- synonym:
- investment company ,
- investment trust ,
- investment firm ,
- fund
3. Ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που πωλεί μετοχές σε ιδιώτες και επενδύει σε τίτλους που εκδίδονται από άλλες εταιρείες
- συνώνυμο:
- εταιρεία επενδύσεων ,
- επενδυτική εμπιστοσύνη ,
- επιχείρηση επενδύσεων ,
- ταμείο
verb
1. Convert (short-term floating debt) into long-term debt that bears fixed interest and is represented by bonds
- synonym:
- fund
1. Μετατρέψτε το ( βραχυπρόθεσμα κυμαινόμενο χρέος) σε μακροπρόθεσμο χρέος που φέρει σταθερό ενδιαφέρον και αντιπροσωπεύεται από ομόλογα
- συνώνυμο:
- ταμείο
2. Place or store up in a fund for accumulation
- synonym:
- fund
2. Τοποθετήστε ή αποθηκεύστε σε ένα ταμείο για τη συσσώρευση
- συνώνυμο:
- ταμείο
3. Provide a fund for the redemption of principal or payment of interest
- synonym:
- fund
3. Παρέχει ένα ταμείο για την εξόφληση του κεφαλαίου ή την πληρωμή τόκων
- συνώνυμο:
- ταμείο
4. Invest money in government securities
- synonym:
- fund
4. Επενδύστε χρήματα σε κρατικούς τίτλους
- συνώνυμο:
- ταμείο
5. Accumulate a fund for the discharge of a recurrent liability
- "Fund a medical care plan"
- synonym:
- fund
5. Συσσώρευση ενός ταμείου για την απαλλαγή μιας επαναλαμβανόμενης ευθύνης
- "Χρησιμοποιήστε ένα σχέδιο ιατρικής περίθαλψης"
- συνώνυμο:
- ταμείο
6. Furnish money for
- "The government funds basic research in many areas"
- synonym:
- fund
6. Παρέχει χρήματα για
- "Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί τη βασική έρευνα σε πολλούς τομείς"
- συνώνυμο:
- ταμείο