Translation meaning & definition of the word "functionality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λειτουργικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Functionality
[Λειτουργικότητα]/fəŋkʃənælɪti/
noun
1. Capable of serving a purpose well
- "Software with greater functionality"
- synonym:
- functionality
1. Ικανό να εξυπηρετήσει ένα σκοπό καλά
- "Λογισμικό με μεγαλύτερη λειτουργικότητα"
- συνώνυμο:
- λειτουργικότητα