Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "functional" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λειτουργικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Functional

[Λειτουργικός]
/fəŋkʃənəl/

adjective

1. Designed for or capable of a particular function or use

  • "A style of writing in which every word is functional"
  • "Functional architecture"
    synonym:
  • functional

1. Σχεδιασμένο ή ικανό για συγκεκριμένη λειτουργία ή χρήση

  • "Ένα στυλ γραφής στο οποίο κάθε λέξη είναι λειτουργική"
  • "Λειτουργική αρχιτεκτονική"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός

2. Involving or affecting function rather than physiology

  • "Functional deafness"
    synonym:
  • functional

2. Περιλαμβάνουν ή επηρεάζουν τη λειτουργία και όχι τη φυσιολογία

  • "Λειτουργική κώφωση"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός

3. Relating to or based on function especially as opposed to structure

  • "The problem now is not a constitutional one
  • It is a functional one"
  • "Delegates elected on a functional rather than a geographical basis"
    synonym:
  • functional

3. Σχετικά με ή με βάση τη λειτουργία, ιδίως σε αντίθεση με τη δομή

  • "Το πρόβλημα τώρα δεν είναι συνταγματικό
  • Είναι λειτουργικό"
  • "Εκλέγεται σε λειτουργική και όχι σε γεωγραφική βάση"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός

4. Fit or ready for use or service

  • "The toaster was still functional even after being dropped"
  • "The lawnmower is a bit rusty but still usable"
  • "An operational aircraft"
  • "The dishwasher is now in working order"
    synonym:
  • functional
  • ,
  • usable
  • ,
  • useable
  • ,
  • operable
  • ,
  • operational

4. Εφαρμογή ή έτοιμο για χρήση ή εξυπηρέτηση

  • "Η τοστιέρα ήταν ακόμα λειτουργική ακόμα και μετά την πτώση"
  • "Η χλοοκοπτική μηχανή είναι λίγο σκουριασμένη αλλά ακόμα χρήσιμη"
  • "Επιχειρησιακό αεροσκάφος"
  • "Το πλυντήριο πιάτων είναι τώρα σε κατάσταση λειτουργίας"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός
  • ,
  • χρησιμοποιήσιμοσ
  • ,
  • λειτουργήσιμοσ

5. Designed for or adapted to a function or use

  • "Functional education selects knowledge that is concrete and usable rather than abstract and theoretical"
  • "Functional architecture"
    synonym:
  • functional

5. Σχεδιασμένο ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση

  • "Η λειτουργική εκπαίδευση επιλέγει γνώσεις που είναι συγκεκριμένες και χρήσιμες παρά αφηρημένες και θεωρητικές"
  • "Λειτουργική αρχιτεκτονική"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός

6. (of e.g. a machine) performing or capable of performing

  • "In running (or working) order"
  • "A functional set of brakes"
    synonym:
  • running(a)
  • ,
  • operative
  • ,
  • functional
  • ,
  • working(a)

6. ( π.χ. μια μηχανή) που εκτελεί ή μπορεί να εκτελέσει

  • "Σε λειτουργία ( εργασία) παραγγελία"
  • "Ένα λειτουργικό σύνολο φρένων"
    συνώνυμο:
  • τρεξίμ(
  • ,
  • λειτουργική
  • ,
  • λειτουργικός
  • ,
  • εργασία(